περιθωριοποιώ

περιθωριοποιώ
περιθωριοποιώ, περιθωριοποίησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιθωριοποιώ — έω, Ν τοποθετώ κάποιον στο περιθώριο, παραμερίζω, παραγκωνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιθώριο + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • περιθωριοποίηση — η, Ν [περιθωριοποιώ] τοποθέτηση στο περιθώριο, παραγκωνισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”